γλωσσογραφία

γλωσσογραφία
η
1. ησυλλογή και ερμηνεία άγνωστων και ιδιωματικών λέξεων.
2. πραγματεία πάνω σε γλωσσικά ζητήματα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γλωσσογραφία — η 1. συλλογή και ερμηνεία γλωσσών, απαρχαιωμένων ή ιδιωματικών δηλαδή λέξεων 2. πραγματεία για τη γλώσσα και τα γλωσσικά προβλήματα 3. περιγραφή τής γλώσσας ως μέλους τού σώματος …   Dictionary of Greek

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek

  • γλωσσογραφικός — ή, ό ο σχετικός με τη γλωσσογραφία …   Dictionary of Greek

  • Φιλήντας, Μένος — (Αρτάκη, Κύζικος 1870 – Αθήνα 1934). Έλληνας γλωσσολόγος και λογοτέχνης. Μετά τις σπουδές του στην Κωνσταντινούπολη και στη Θεσσαλονίκη, διετέλεσε δάσκαλος στην Τουρκία, όπου και φυλακίστηκε δυο φορές, στην Προύσα και την Αρτάκη, για τη συμμετοχή …   Dictionary of Greek

  • γλωσσογράφος — ο, η αυτός που ασχολείται με τη γλωσσογραφία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”